- προσανέρπω
- Αανεβαίνω κάπου έρποντας.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἀνέρπω «ανεβαίνω έρποντας, σκαρφαλώνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσανέρποντα — προσανέρπω creep up to pres part act neut nom/voc/acc pl προσανέρπω creep up to pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσανέρπουσιν — προσανέρπω creep up to pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προσανέρπω creep up to pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… … Dictionary of Greek